- πιδέξιος
- -α -ο ο επιδέξιος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιδέξιος — ια, ιο και πιδέξος, α, ο, Ν επιδέξιος, ικανός, άξιος. επίρρ... πιδέξια και πηδέξα 1. επιδέξια 2. κατάλληλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιδέξιος με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek
επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
πιδεξιωσύνη — η, Ν 1. επιδεξιότητα 2. στον πληθ. οι πιδεξιωσύνες επιδέξιες πράξεις, τεχνάσματα, τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιδέξιος + κατάλ. σύνη (πρβλ. καλο σύνη)] … Dictionary of Greek
πιδεξιότη — και πιδεξότη και πιδεξιότητα, η Ν [πιδέξιος] επιδεξιότητα, ικανότητα … Dictionary of Greek